- Θρονίου
- Θρόνιονneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θρονίου — θρόνιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τάρφη — Αρχαία πόλη της Επικνημίδιας Λοκρίδας, η οποία αναφέρεται από τον Όμηρο. Ήταν χτισμένη στα N του Θρονίου, στις δασώδεις πλαγιές του όρους Κνημίδα και κοντά στον Βοάγριο χείμαρρο. Σύμφωνα με ισχυρισμούς του Στράβωνα στη θέση της χτίστηκε αργότερα… … Dictionary of Greek
Αλόπη — I Μυθολογικό πρόσωπο, θυγατέρα του Κερκύονα ή Άκτορα. Την αγάπησε ο Ποσειδών από τον οποίο απέκτησε τον Ιπποθόοντα, επώνυμο ήρωα της Ιπποθοοντίδας φυλής. Για τον έρωτά της όμως αυτόν θανατώθηκε από τον πατέρα της και μεταμορφώθηκε σε πηγή. Για… … Dictionary of Greek